- αγρηνόν ή άγρηνον
- Δικτυωτό μάλλινο ένδυμα που φοριόταν πάνω από την εσθήτα που περιέβαλλε όλο το σώμα. Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο το φορούσαν οι υποκριτές και ιδιαίτερα οι μάντεις. Κατά τον Ησύχιο τον Αλεξανδρέα, το α. φοριόταν από τους συνοδούς του Διόνυσου (τους βασιλεύοντας τω Διονύσω). Α. ονομάζεται και το ανάγλυφο δικτυωτό πλέγμα που καλύπτει τον μαρμάρινο ομφαλό που βρέθηκε στους Δελφούς.
Dictionary of Greek. 2013.